- μείξας
- μείξᾱς , μίγνυμιmixaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χυλώδης — ες / χυλώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χυλός] όμοιος με χυλό, πολτώδης (α. «χυλώδες παρασκεύασμα» β. «ὕδατι μείξας καὶ χυλῶδες ποιήσας», Γαλ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χυλῶδες ο χυμός, ο οπός … Dictionary of Greek